- πυρανάφλεξη
- η, Ν(μηχαν.) αυτόματη και απρογραμμάτιστη ανάφλεξη τού καύσιμου μίγματος στον κύλινδρο μιας μηχανής εσωτερικής καύσης που δημιουργείται κοντά στα τοιχώματα τού θαλάμου καύσης είτε με την επαφή τού καυσίμου με υπέρθερμες μεταλλικές επιφάνειες, είτε εξαιτίας τής παρουσίας πυρακτωμένων σωμάτων που προέρχονται από το καύσιμο ή από το λιπαντικό και η οποία προκαλεί ταχύτατη αύξηση τής πίεσης, χαρακτηριστική αύξηση τού θορύβου καύσης, αυξημένες απώλειες ψύξης, μειωμένο έργο, μέχρι και 20%, και μειωμένο βαθμό απόδοσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ + ανάφλεξη].
Dictionary of Greek. 2013.