πυρανάφλεξη

πυρανάφλεξη
η, Ν
(μηχαν.) αυτόματη και απρογραμμάτιστη ανάφλεξη τού καύσιμου μίγματος στον κύλινδρο μιας μηχανής εσωτερικής καύσης που δημιουργείται κοντά στα τοιχώματα τού θαλάμου καύσης είτε με την επαφή τού καυσίμου με υπέρθερμες μεταλλικές επιφάνειες, είτε εξαιτίας τής παρουσίας πυρακτωμένων σωμάτων που προέρχονται από το καύσιμο ή από το λιπαντικό και η οποία προκαλεί ταχύτατη αύξηση τής πίεσης, χαρακτηριστική αύξηση τού θορύβου καύσης, αυξημένες απώλειες ψύξης, μειωμένο έργο, μέχρι και 20%, και μειωμένο βαθμό απόδοσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ + ανάφλεξη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”